περίβαρυς

περίβαρυς
περίβᾰρυς, υ, gen. εος,
A exceeding grievous, A.Eu.161 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περίβαρυς — υ, Α υπερβαρής*, πάρα πολύ βαρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βαρύς] …   Dictionary of Greek

  • περίβαρυ — περίβαρυς exceeding grievous masc voc sg περίβαρυς exceeding grievous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”